Τι Είναι η Διαταραχή Άρθρωσης

Η διαταραχή άρθρωσης είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία το άτομο παρουσιάζει δυσκολίες στη παραγωγή συγκεκριμένων ήχων της ομιλίας, με αποτέλεσμα η ομιλία του να είναι λιγότερο κατανοητή.
Με άλλα λόγια είναι η δυσκολία που έχουν, κυρίως τα παιδιά, στο να προφέρουν σωστά κάποιους ήχους όταν μιλάνε. Μπορεί, για παράδειγμα, να λένε “τάλα” αντί για “σκάλα” ή “πέλο” αντί για “καπέλο”.
Δεν σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα στη νοημοσύνη τους – απλώς χρειάζεται υποστήριξη ο τρόπος που χρησιμοποιούν το στόμα, τη γλώσσα και τα χείλη για να σχηματίσουν ήχους.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Ταξινόμηση Νοσημάτων (ICD-10), η διαταραχή αυτή κατηγοριοποιείται ως F80.0 – Ειδική διαταραχή της άρθρωσης. Tο παιδί χρησιμοποιεί φθόγγους σε κατώτερο επίπεδο από εκείνο που αντιστοιχεί στη νοητική του ηλικία, ενώ οι γλωσσικές του δεξιότητες βρίσκονται σε φυσιολογικό επίπεδο.
Δηλαδή, το παιδί χρησιμοποιεί σωστή σύνταξη, έχει λεξιλόγιο αντίστοιχο της ηλικίας του αλλά δεν μιλάει “καθαρά”.
Επιπλέον, άλλες μορφές περιλαμβάνουν τη δυσαρθρία, που σχετίζεται με νευρολογικές διαταραχές και την λεκτική δυσπραξία, που οφείλεται σε δυσκολίες στον συντονισμό των μυών του στόματος.
Μια ακόμη σχετική διαταραχή είναι η φωνολογική διαταραχή, η οποία διαφέρει από τη διαταραχή άρθρωσης.
Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί (ή το άτομο) δεν χρησιμοποιεί σωστά τους ήχους της γλώσσας, όχι επειδή δεν μπορεί να τους προφέρει, αλλά επειδή δεν ξέρει πώς να τους βάλει στη σωστή θέση μέσα στις λέξεις.
Αυτή η διαταραχή μπορεί να δυσκολέψει την κατανόηση της ομιλίας από τους άλλους και συχνά απαιτεί εξειδικευμένη λογοθεραπευτική παρέμβαση.
Αιτίες και Παράγοντες Κινδύνου
Οι διαταραχές άρθρωσης και οι φωνολογικές διαταραχές μπορεί να οφείλονται σε διάφορους παράγοντες. Τις περισσότερες φορές οφείλονται σε αναπτυξιακούς παράγοντες, όπως είναι η καθυστέρηση ομιλίας ή η ειδική γλωσσική διαταραχή.
Ένα παιδί που έχει εμφανίσει καθυστέρηση στην ομιλία του είναι πιθανό να παρουσιάσει και καθυστέρηση στην κατάκτηση της σωστής άρθρωσης των φωνημάτων, σύμφωνα με τα αναμενόμενα αναπτυξιακά ορόσημα. Ωστόσο, αυτό δεν είναι απόλυτο.
Οι νευρολογικοί παράγοντες μπορεί να είναι μία ακόμη αιτία. Για παράδειγμα, η εγκεφαλική παράλυση μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα του παιδιού να χρησιμοποιήσει σωστά τους ήχους της γλώσσας και να παρουσιάσει δυσαρθρία.
Πολλά παιδιά με ανατομικά ή οργανικά ζητήματα παρουσιάζουν συνοδές διαταραχές στην άρθρωση.
Για παράδειγμα, ο προγναθισμός ή η κακή σύγκλιση των δοντιών μπορεί να επηρεάσει τη παραγωγή των συρριστικών φωνημάτων, δηλαδή του “σ¨ ή του “ζ.
Πολλές φορές, η άρθρωση επηρεάζεται και από εξωτερικούς παράγοντες. Η παρατεταμένη χρήση μπιμπερό ή πιπίλας ή η απομύζηση του αντίχειρα μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την ανατομία του στόματος με αποτέλεσμα την λανθασμένη άρθρωση.
Μία σχιστία υπερώας ή χειλιών μπορεί να επηρεάσει μία ομάδα ήχων- φωνημάτων.
Τέλος, η μερική απώλεια ακοής, επίσης μπορεί να επηρεάσει την σωστή τοποθέτηση των ήχων. Είναι χαρακτηριστικό, παιδιά που ταλαιπωρούνται από συχνές ωτίτιδες, κατά την ηλικία κατάκτησης ενός ήχου, εντέλει να τον αλλοιώνουν, γιατί ουσιαστικά όταν έπρεπε να το μάθουν δεν τον ακουγαν σωστά.
Οι γενετικοί παράγοντες μπορεί, επίσης, να επηρεάσουν την σωστή άρθρωση, καθώς κάποια παιδιά που παρουσιάζουν δυσκολίες στην άρθρωση, έχουν συνήθως γονείς, που παρουσίαζαν και εκείνοι ανάλογες δυσκολίες.
Συχνές Μορφές Διαταραχών Άρθρωσης

Όπως αναφέραμε παραπάνω, πολλά παιδιά δυσκολεύονται να παράγουν σωστά κάποιους ήχους.
Τα πιο συνηθισμένοι φωνήματα που αλλοιώνονται είναι τα συριστικά (π.χ.σ,ζ και τα συμπλέγματα τους δλδ το “στ, πσ, κσ, τζ κτλ), τα οδοντικά (π.χ. δ, θ και τα συμπλέγματά τους δλδ το “δρ, θρ, χθ, ρθ κτλ) και τα χειλοδοντικά (π.χ. φ, β και τα συμπλεγματά τους δλδ το “Φρ, φτ, βρ, βγ” κτλ).
Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί είναι οι μόνοι ήχοι που μπορεί να αλλοιώνονται.
-
Διαταραχή άρθρωσης στο “ς” και άλλα φωνήματα:
Η συχνότερη διαταραχή άρθρωσης που αφορά στον ήχο “σ” λέγεται σιγματισμός. Υπάρχουν διάφοροι τύποι σιγματισμού, για παράδειγμα:
- Μεσοδοντικός σιγματισμός: Ο αέρας περνάει ανάμεσα από τα δόντια, με αποτέλεσμα το “σ” να ακούγεται αλλοιωμένο. Αυτό που λένε χαρακτηριστικά κάποιοι γονείς είναι ότι το παιδί “το σφυρίζει”.
- Πλάγιος σιγματισμός: Ο αέρας διαφεύγει από τα πλάγια της γλώσσας αντί από το κέντρο, με αποτέλεσμα ένα παραμορφωμένο, υγρό “σ” (σαν το παιδί να κρατάει σάλια στο στόμα) ή σαν “χι”.
- Διαδοντικός σιγματισμός: Η γλώσσα τοποθετείται ανάμεσα στα δόντια και ακούγεται σαν “θ”.
- Ρινικός σιγματισμός: Ο αέρας διαφεύγει από την μύτη και ο ήχος ακούγεται σαν ένα απαλό “ροχαλητό”.
-
Διαταραχή άρθρωσης σε άλλα φωνήματα:
Μία ακόμα συχνή δυσκολία είναι η παραγωγή του “ρ”, ο λεγόμενος “ροτακισμός”.
Το φώνημα “ρ” είναι χαρακτηριστικό για την έντονη δόνηση της γλώσσας και τη ροή του αέρα που το συνοδεύει και απαιτεί λεπτούς και καλά συντονισμένους μυϊκούς χειρισμούς.
Πολλές φορές παρατηρείται η πλήρης αντικατάσταση του ήχου με κάποιον άλλο π.χ. “λόδα αντί για ρόδα”.
Υπάρχουν παιδιά που έχουν κατακτήσει τη σωστή τοποθέτηση χωρίς όμως να υπάρχει η δόνηση κατά την παραγωγή του φωνήματος.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή του ‘ρ’ με πιο “γαλλικό” τρόπο, δηλαδή ακούγεται περισσότερο σαν “γ”.
Διαταραχή άρθρωσης σε ενήλικες
Η διαταραχή άρθρωσης στους ενήλικες εμφανίζεται είτε ως συνέχεια μιας αναπτυξιακής δυσκολίας από την παιδική ηλικία, είτε λόγω τραύματος ή νευρολογικής νόσου, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο ή Πάρκινσον.
Μπορεί να επηρεάζει την καθαρότητα του λόγου, κάνοντας την επικοινωνία πιο δύσκολη.
Η δυσκολία αυτή συνήθως σχετίζεται με τη σωστή τοποθέτηση της γλώσσας, τη δύναμη των μυών και τον έλεγχο της αναπνοής.
Με τη βοήθεια λογοθεραπείας, οι ενήλικες μπορούν να ενισχύσουν την ομιλία τους και να βελτιώσουν σημαντικά την καθημερινή τους επικοινωνία.
Διάγνωση και Αξιολόγηση

Κάθε σωστή αξιολόγηση ξεκινάει με ένα πλήρες ιατρικό και αναπτυξιακό ιστορικό.
Σε πολλές περιπτώσεις χρειάζεται να ρωτήσουμε και το ίδιο το παιδί για κάποιες πληροφορίες, που υπάρχει πιθανότητα να μην μπορούν να μας δώσουν οι γονείς π.χ. αν αντιλαμβάνεται τη δυσκολία του, πως νιώθει, αν το έχουν κοροϊδέψει, αν χρειάζεται να σκεφτεί άλλες λέξεις όταν δεν το κατανοούν οι άλλοι κ.α.
Αφού ολοκληρωθεί η λήψη του ιστορικού, προχωράμε σε διαδικασίες αξιολόγησης του ίδιου του παιδιού.
Αρχικά χορηγείται ένα τεστ άρθρωσης. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως κάθε λογοθεραπευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει το δικό του τεστ, του οποίου τα αποτελέσματα αν και είναι ενδεικτικά δεν είναι επίσημα.
Το μοναδικό επίσημο τεστ για την αξιολόγηση του φωνολογικού συστήματος ελληνόφωνων παιδιών που έχει προσαρμοστεί και σταθμιστεί στα ελληνικά δεδομένα είναι η “Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης”, του Πανελλήνιου Συλλόγου Λογοθεραπευτών (1995).
Στη συνέχεια, πραγματοποιείται η στοματοπροσωπική εξέταση, η οποία έχει σκοπό την ανίχνευση λειτουργικών ή δομικών δυσκολιών στους αρθρωτές.
Μέσω της εξέτασης αξιολογείται η δύναμη, η ακρίβεια και το εύρος των κινήσεων των αρθρωτικών οργάνων, όπως η γλώσσα, τα χείλη, η υπερώα και η κάτω γνάθος.
Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει απλές εντολές ή δραστηριότητες κατά τις οποίες το παιδί καλείται να εκτελέσει συγκεκριμένες κινήσεις. Ο λογοθεραπευτής παρατηρεί την ταχύτητα, τη συμμετρία και τον συντονισμό των κινήσεων, ώστε να εντοπίσει τυχόν δυσλειτουργίες.
Επιπλέον, αξιολογείται η αναπνοή, η ρινική εκπνοή, η λειτουργία της φώνησης, ακόμη και η κατάποση, καθώς όλα αυτά σχετίζονται στενά με την παραγωγή της ομιλίας.
Τα αποτελέσματα της στοματοπροσωπικής εξέτασης, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση της ομιλίας, παρέχουν στον λογοθεραπευτή μια σαφή εικόνα των
αναγκών του παιδιού και καθοδηγούν τον σχεδιασμό της κατάλληλης θεραπείας.
Παρέμβαση απαιτείται:
Όταν η ομιλία είναι δυσκατάληπτη για το περιβάλλον: αν σε ηλικία 4–5 ετών η ομιλία του παιδιού δεν είναι κατανοητή από άτομα εκτός οικογένειας, αυτό αποτελεί ένδειξη για πιθανή παρέμβαση.
Όταν καθυστερεί σημαντικά η κατάκτηση βασικών φωνημάτων: κάθε φώνημα έχει ένα αναπτυξιακό όριο ηλικίας εντός του οποίου αναμένεται να κατακτηθεί.
Σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Σύλλογο Λογοπεδικών οι ηλικίες κατάκτησης των φωνημάτων είναι οι εξής:
ΗΛΙΚΙΑ | ΦΩΝΗΜΑ |
2,6 – 3 ετών | μ, π, τ, κ, μπ, γκ |
3 – 3,6 ετών | ν, β, γ, χ, ντ |
3,6 – 4 ετών | φ, σ, ζ, λ, σπ, πλ, κλ, βλ, κν, πν, πχ, νγ |
4 – 4,6 ετών | θ, δ, φλ, στ, ψ, ξ, χτ, τρ, κρ, γδ, ζμ, μν |
4,6 – 5 ετών | σφ, βρ, ντρ, χν, ζγ, φτ, τσ, ντζ |
5 – 5,6 ετών | γλ, γρ, στρ |
5,6 – 6 ετών | ρ, δρ, θρ, χτρ |
Όταν τα λάθη στην άρθρωση είναι σταθερά και επαναλαμβανόμενα: δηλαδή, παρουσιάζεται ένα σταθερό μοτίβο αντικατάστασης ή παράλειψης ήχων
και δεν πρόκειται για περιστασιακά ή τυχαία λάθη.
Όταν υπάρχουν οργανικά, νευρολογικά ή ανατομικά αίτια: σε περιπτώσεις όπως εγκεφαλική παράλυση, σχιστίες, σύνδρομα, τραύματα ή χαμηλού μυϊκού τόνου, η λογοθεραπευτική παρέμβαση είναι αναγκαία και συνήθως μακροχρόνια.
Θεραπεία και Ασκήσεις για τη Διαταραχή Άρθρωσης

Η θεραπεία της διαταραχής άρθρωσης βασίζεται στη λογοθεραπευτική παρέμβαση, με στόχο τη σωστή παραγωγή των ήχων που δυσκολεύουν το παιδί.
Ο λογοθεραπευτής εφαρμόζει ασκήσεις, στοχεύοντας σε συγκεκριμένα φωνήματα, μέσα από επανάληψη, ακουστικά, οπτικά και κινητικά ερεθίσματα. Η θεραπεία είναι εξατομικευμένη και εξελίσσεται σταδιακά, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε παιδιού.
Αρχικά στοχεύει στην ενδυνάμωση των στοματοπροσωπικών μυών. Στη συνεχεία στην τοποθέτηση του φωνήματος – στόχου. Μετά στην εξάσκηση μέσα από λέξεις, που το περιέχουν, πρώτα σε αρχική θέση, μετά σε μεσαία και ύστερα σε τελική.
Τέλος, επιδιώκει τη γενίκευση και την αυτοματοποίηση μέσα από προτάσεις, μικρά κείμενα και αυθόρμητο διάλογο.
Σημαντικό ρόλο παίζει η συμμετοχή των γονέων στο σπίτι. Ασκήσεις μπροστά σε καθρέφτη βοηθούν το παιδί να παρατηρεί την κίνηση των χειλιών και της γλώσσας του. Επιπλέον, παιχνίδια λέξεων και καθημερινές επαναλήψεις ενισχύουν τη σωστή άρθρωση με διασκεδαστικό τρόπο.
Τέλος, τεχνολογικά βοηθήματα όπως ειδικές εφαρμογές και οπτικά ερεθίσματα (π.χ. εικόνες, βίντεο με ομιλία) υποστηρίζουν την πρόοδο, ενισχύοντας τη μίμηση και την ακουστική διάκριση των ήχων.
Η συστηματική εξάσκηση και η σωστή καθοδήγηση από τον ειδικό είναι καθοριστικά στοιχεία για την αποκατάσταση της διαταραχής.