Συχνές Ερωτήσεις

Η ΔΕΠ-Υ (διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με υπερκινητικότητα) είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή η οποία έχει κληρονομικότητα και συνήθως δείχνει τα πρώτα της σημάδια κατά την εδραιωμένη βάδιση, λίγο μετά τον πρώτο χρόνο ζωής. Χαρακτηρίζεται από παρορμητικότητα, διάσπαση προσοχής ή και υπερκινητικότητα. Συνηθώς τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ δεν μπορούν να ολοκληρώσουν μια δραστηριότητα, ξεχνάνε τα πραγματα τους ή τα χάνουν, στριφογυρίζουν στη καρέκλα τους, σηκώνονται από τη θέση τους και έχουν την τάση να είναι συνεχώς σε κίνηση. Επίσης, μεταπηδούν πολύ γρήγορα από το ένα θέμα στο άλλο, διακόπτουν τον συνομιλητή τους ή μιλάνε από πάνω τους. Πιο συχνά, κινούνται άσκοπα μέσα στο χώρο και ενώ συνηθώς έχουν καλό νοητικό δυναμικό, μπορεί να χάσουν πληροφορίες διότι δεν μπορούν να απομνημονευσουν τις οδηγίες και έτσι το αποτέλεσμα να βγει λανθασμένο. 

Διαγιγνώσκεται χωρίς κάποιο τεστ αλλά με τη λήψη ενός καλού ιστορικού από την προγεννητική κιόλας περίοδο (μητέρες περιγράφουν να κινείται έντονα το βρέφος ήδη μέσα στη κοιλιά) αλλά και την διατήρηση της ίδιας κλινικής εικόνας σε τουλάχιστον δύο από τα τρία περιβάλλοντα (σπίτι, σχολείο, εξωτερικό περιβάλλον). Για κάποιες περιπτώσεις παιδιών, η υπερκινητικότητα δεν εμφανίζεται αλλά τους κυριεύει μια “ονειροπόλα” κατάσταση κατά την οποία μοιάζουν χαμένα, να κοιτάζουν σταθερά με το βλέμμα τους προς ένα σημείο και να χάνονται στη σκέψη τους. 

Η ΔΕΠ-Υ δεν περνάει αλλά μειώνεται σταδιακά με τη νευρολογική ωρίμανση του εγκεφάλου. Με τις ειδικές θεραπείες και ιδίως με την εργοθεραπεία ή την ψυχοπαιδαγωγική μέθοδο των ψυχολόγων, μπορεί να υπάρξει σημαντική μείωση των συμπτωμάτων.   

Για να μιλήσουμε για δυσλεξία χρειάζεται πρώτα από όλα να έχει φτασει το παιδί σε μία ηλικία όπου έχει κατακτηθεί πλήρως ο μηχανισμός της ανάγνωσης και της γραφής, δηλαδή περίπου στην μέση της Β δημοτικού. Για να εξακριβωθεί χρειάζεται να ελεγχθεί ο δείκτης νοημοσύνης με την συγκεκριμένη ψυχομετρική κλίμακα WISC η οποία πλέον ανέρχεται στην πέμπτη έκδοση της. Αυτό είναι απαραίτητο να συμβεί καθώς η δυσλεξία είναι μια μαθησιακή δυσκολία της ανάγνωσης ή και της γραφής (κοπιώδης ανάγνωση, δυσκολία ορθογραφίας, δυσγραφία, παραλείψεις, αντικαταστάσεις ή αντιμεταθέσεις γραμμάτων) όπου όμως το παιδί έχει έναν φυσιολογικό δείκτη νοημοσύνης.

Τα ΚΕΔΑΣΥ είναι ο αρμόδιος φορέας του υπουργείου παιδείας που μπορεί να πιστοποιήσει τη δυσλεξία και κατόπιν να ωφεληθεί το παιδί από ελαφρύνσεις στο σχολείο τόσο ως προς τον χρόνο των εξετάσεων όσο και τη μη λήψη από τους δασκάλους για τα λάθη στο γραπτό του. Τέλος, μπορεί να εξετάζεται προφορικά από την Α Γυμνασιού και μετά. 

Η αποζημίωση λειτουργεί πλέον με την κατάθεση των δικαιολογητικών και των αποδείξεων πληρωμών ηλεκτρονικά. Μπορείτε να βρείτε όλους τους απαραίτητους συνδέσμους που εξηγούν την διαδικασία στην κεντρική σελίδα του site μας. 

Πολλοί γονείς αναρωτιούνται αν οι ειδικές θεραπείες είναι ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης των δυσκολιών στον αυτισμό. Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια άλλη μέθοδος ή φαρμακολογία επιστημονικά τεκμηριωμένες για την θεραπεία του. Δηλαδή δεν εμφανίζονται στοιχεία  σε καμία επιστημονική ερεύνα  που να είναι στατιστικά αποδεδειγμένο, ότι λειτουργούν βοηθητικά εναλλακτικές μέθοδοι παρέμβασης. Κάποιοι γονείς δοκιμάζουν την μέθοδο βλαστοκυττάρων, ωστόσο δεν έχουμε παρατηρήσει κάποια σημαντική διαφορά στη συμπεριφορά του παιδιού μετά την έγχυση. Είναι πολύ σημαντικό, οι γονείς να συμβουλεύονται τους ειδικούς ιατρούς πριν αποφασίσουν να προβούν σε οτιδήποτε πουλάει ακριβά την ελπίδα τους.

Τα περισσότερα παιδιά με σημαντικού τύπου βαρύτητας δυσκολίες, που έχουν ξεκινήσει πρώιμα την παρέμβαση ειδικών θεραπειών (δηλαδή πριν την ηλικία των 3 ετών), εντάσσονται σε κανονικά σχολεία, αλλά με την υποστήριξη συνήθως ενός εκπαιδευτικού ¨παράλληλης στήριξης” που έχει εγκριθεί από τον αρμόδιο φορέα ΚΕΔΑΣΥΥ. Κάποια επαναλαμβάνουν το νηπιαγωγείο και έτσι εντάσσονται στην Α δημοτικού πιο ώριμα. Τέλος για κάποιες περιπτώσεις παιδιών, η εκκίνηση του Δημητικού μπορεί να είναι περισσότερο βοηθητική με την ένταξη τους στο ειδικό Δημοτικό και μετά από λίγα χρόνια επανεξετάζεται η περιπτώση μεταγωγής τους στο τυπικό σχολείο. 

Δεν είναι ακόμα πλήρως ξεκάθαρο ποιοι είναι όλοι οι λόγοι που οδηγούν σε αυτήν την αύξηση. Ωστόσο ο παράγοντας προχωρημένης ηλικίας απόκτησης παιδιού των γονιών, η κληρονομικότητα και η πιο μαζική προσέλευση έγκαιρα στους παιδοψυχιάτρους και τους αναπτυξιολόγους είναι ίσως οι τρεις πιο σημαντικοί λόγοι για τους όποιους κάθε χρόνο ο αριθμός αυτός ανεβαίνει.  

Οταν οι γονείς συμμετέχουν στο πρόγραμμα πρώιμης παρέμβασης (δηλαδή βρίσκονται εντός του χώρου θεραπείας) και εκπαιδευονται από τους θεραπευτές για τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να επικοινωνούν και να αλληλεπιδρούν με το παιδί τους σίγουρα τα αποτελέσματα είναι πολύ πιο ενθαρρυντικά, τουλάχιστον σε σχέση με την διαταραχή αυτιστικού φάσματος. Παράλληλα οι οδηγίες που δίνονται για το σπίτι, όταν εφαρμόζονται, είναι καθοριστικές για τη καλύτερη πρόγνωση, όπως για παράδειγμα σε μία εκπαίδευση για την αφαίρεση πάνας, σε μία διαμόρφωση του περιβάλλοντος ή ακόμα σε μία δυσκολία στη σίτιση του παιδιού. Επομένως, είναι σαφές ότι οι γονείς λειτουργούν συνθεραπευτικά για την πρόοδο του παιδιού τους και όταν συνεργάζονται ικανοποιητικά με τον θεραπευτή τους δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα άλλο.     

Το κάθε παιδί έχει τους δικούς του ρυθμούς ανάπτυξης, γι’ αυτό το λόγο το πρόγραμμα είναι εξατομικευμένο. Το πότε θα μιλήσει το κάθε παιδί κρίνεται από την δυσκολία του, από τους ρυθμούς εκμάθησης που έχει και από την συνεργασία των γονέων με τον θεραπευτή έτσι ώστε να ακολουθούνται οι οδηγίες που λαμβάνουν κάθε φορά. Θα πρέπει επίσης, να λάβει κανείς υπόψην του ενδεχόμενα οργανικότητας που μπορεί να καθυστερήσουν την παραγωγή του λόγου. 

Το κόστος της κάθε θεραπείας, ορίζεται από το είδος της και την συχνότητα του προγράμματος. Ένα μέρος του μηνιαίου κόστους καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία, κατόπιν γνωμάτευσης από παιδοψυχίατρο ή παιδίατρο- αναπτυξιολόγο. Σύμφωνα με τη γνωμάτευση που θα λάβει κάθε παιδί ορίζεται από τον αρμόδιο φορέα το ποσό που θα λαμβάνει ο γονέας-κηδεμόνας σε μηνιαία συχνότητα.

Στόχος όλων των επαγγελματιών ειδικής αγωγής είναι η επίτευξη αυτονομίας του κάθε παιδιού. Για το μεγαλύτερο σύνολο των παιδιών με αναπτυξιακά ελλείμματα μπορούμε να διακρίνουμε μια πλήρη αποκατασταση των δυσκολιών, κυρίως σε ότι αφορά τη διαταραχή άρθρωσης, την καθυστέρηση ομιλίας και τη γραφοκινητική ανωριμότητα. Για τα παιδιά που παρουσιάζουν ΔΕΠ-Υ, η υποχώρηση των συμπτωμάτων εξαρτάται από την ωρίμανση του νευρολογικού συστήματος και την καλή συνεργασία των ειδικών με το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού. Για τα παιδιά που βρίσκονται στο αυτιστικό φάσμα η λειτουργικότητα εξαρτάται από την βαρύτητα και την, όσο το δυνατόν, πιο έγκαιρη έναρξη της παρέμβασης. Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί το ερώτημα, ωστόσο πολλά παιδιά μας έχουν εκπλήξει από την πορεία που είχαν. 

Το είδος του προγράμματος που θα χρειαστεί το κάθε παιδί αποφασίζεται από την ομάδα των ειδικών που το έχουν αξιολογήσει. Πρώτο λόγο έχει συνήθως ο θεράπων ιατρός (αναπτυξιολόγος, παιδοψυχίατρος, παιδονευρολόγος) ο οποίος παρακολουθεί το παιδί και εν συνεχεία λαμβάνουμε υπόψη το αίτημα των γονέων και την κλινική του εικόνα. Με αυτό τον τρόπο αποφασίζουμε από κοινού το καταλληλότερο πρόγραμμα με βάση τις ανάγκες του και την οικονομική δυνατότητα της οικογένειας. Τα προγράμματα που διενεργούνται δεν ξεπερνούν τις τέσσερις με πέντε συνεδρίες εβδομαδιαίως.  

Υπάρχουν παιδιά που χρειάζονται ένα μέγιστο χρόνο από 4 έως 6 μήνες προκειμένου να αποκαταστήσουν τις δυσκολίες τους, όπως για την διαταραχή άρθρωσης ή την γραφοκινητικότητα, ενώ σε άλλα, όπου οι ρυθμοί εκμάθησης είναι πιο αργοί χρειάζονται πάνω από 6 μήνες. Με βάση τη βαρύτητα των συμπτωμάτων, τη συνέπεια στο πρόγραμμα αλλά και την ικανοποιητική συνεργασία των γονέων με τους θεραπευτές επηρεάζεται και ο χρόνος που κατακτώνται οι θεραπευτικοί στόχοι. 

Ολες οι συνεδρίες διαρκούν 45 λεπτά. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις που το παιδί δεν μπορεί να ακολουθήσει ένα συνδυασμένο πρόγραμμα την ίδια μέρα, έτσι μοιράζουμε τις συνεδρίες σε διαφορετικές μέρες μέσα στην εβδομάδα.